- προσεοικότως
- προσεοικότως, Adv.A so as to resemble, D.Chr.12.55.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
προσεοικότως — so as to resemble indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσεοικότως — Α επίρρ. κατά τρόπο όμοιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσεοικώς, ότος, μτχ. τού προσέοικα + επιρρμ. κατάλ. ως] … Dictionary of Greek